- προκατασκοπήσας
- προκατασκοπήσᾱς , πρό , κατά-σκοπάωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)προκατασκοπήσᾱς , πρό-κατασκοπέωview closelyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)προκατασκοπήσᾱς , πρό-κατασκοπέωview closelyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.